Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Έμπειρο Άπειρο (μέρος 4ο)



Στάση Πανεπιστήμιο, έξοδος Ακαδημίας. Ακουμπούσα στα κάγκελα ενώ διάβαζα "Το Συγκρότημα" του Τουρκογιώργη. Τα αμάξια έτρεχαν απο πίσω μου και οι σελίδες γύριζαν η μια μετά την άλλη. Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά και το τσιμέντο δε βοηθούσε τη κατάσταση. Ήμουν πέντε λεπτά νωρίτερα απο την ώρα που είχαμε συμφωνήσει. Άσχημη συνήθεια το να είσαι πάντα στην ώρα σου. Έβαλα το βιβλίο στη τσάντα και άναψα ένα τσιγάρο. Είχε έρθει η ώρα του. Και τότε την είδα. Μόλις είχε ανέβει τις σκάλες τις εξόδου και με έψαχνε. Φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά με πράσινο σκελετό και στρογγυλούς μαύρους φακούς σε μια εξωπραγματική αντίθεση με τα κόκκινα μαλλιά της.Με είδε και επιτάχυνε το βήμα της καθώς ερχόταν προς το μέρος μου με ένα απο τα ομορφότερα χαμόγελα που είχα δει στη ζωή μου. Εκείνη τη στιγμή ήταν που επιβράδυνε ο χρόνος και ενώ πλησίαζε στο κεφάλι μου άκουγα το She's electric των Oasis...
"Γεια! Ελπίζω να μην άργησα..." ,είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
"Όχι. Απλά εγώ ήρθα νωρίτερα."
"Τι καπνίζεις;"
"Camel."
"Να σου πάρω ένα; Βαριέμαι να στρίβω τώρα. Άσε που δε το έχω καθόλου στα όρθια."
"Πάρε.", και της έδωσα το πακέτο.
Το πήρε κι έβγαλε ένα τσιγάρο με το στόμα της.
"Φωτιά;"
Αμέσως υπάκουσα και της άναψα το τσιγάρο. Ρούφηξε λαίμαργα και έβγαλε το καπνό απο τα ρουθούνια.
"Ξέρω ένα μαγαζί εδώ κοντά. Θες να πάμε;", μου είπε.
"Πάμε."
Και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε τη Μασσαλίας. Ήξερα ήδη που θα με πήγαινε. Στο υπόγειο του Rue de Marseille ,δεν είπα όμως τίποτα.
"Φτάσαμε. Πώς σου φαίνεται;"
"Κάτσε να το δω απο μέσα και θα σου πώ."
Άδειο για ακόμα μια φορά αλλά δροσερό, όπως είναι πάντα η Μασσαλίας το καλοκαίρι. Αν κάτσεις στο τραπέζι με τους καναπέδες που χτυπάει το κλιματιστικό είναι σίγουρο πως μέχρι να φύγεις θα έχεις κρυώσει.
-δοκιμασμένα πράγματα-
Κάτσαμε στο τραπέζι με το καναπέ απέναντι απο την είσοδο, αντικριστά ο ένας απο τον άλλο. Κρυμμένοι απο τα μάτια όσων ήταν στη μπάρα.
"Λοιπόν;"
"Τι λοιπόν;"
"Τι έχεις να πεις;"
"Μ' αρέσει το νέο βάψιμο."
"Έχεις ξανάρθει;"
"Το έχω σχεδόν σαν δεύτερο σπίτι."
"Και νόμιζα πως είχα βρει κάποιο κρυμμένο μυστικό της πόλης..."
"Συνεχίζει και είναι, γι' αυτό δε βλέπεις πολύ κόσμο εδώ μέσα."
Εκείνη τη στιγμή η Άννα ήρθε για τη παραγγελία.
"Καλά εσένα δε σε ρωτάω, ξέρω τι θα πάρεις." μου κάνει."Εσένα κορίτσι μου τι να σου φέρω;"
"Ένα Morgan με πάγο."
"Να σας φέρω και κάτι να τσιμπήσετε;"
"Εγώ είμαι εντάξει. Αλίκη θέλεις κάτι;"
"Όχι ευχαριστώ."
"Οk, επιστρέφω σε λίγο με τα ποτά σας."
Μια στιγμή σιωπής.
"Να αρχίσω να ανησυχώ;"
"Για ποιο λόγο;"
"Που δε χρειάζεται καν να παραγγείλεις."
"Όχι. Είμαι ακίνδυνος. Συνήθως αν με πειράζει κάτι πίνω μέχρι να μη με νοιάζει πια. Αν το πρόβλημα είναι εκεί και την επόμενη μέρα τότε απλά πίνω μέχρι να σβήσω και μετά πάλι απο την αρχή μέχρι να το ξεράσω σε κάποια λεκάνη."
"Και αν δε το ξεράσεις ποτέ;"
"Μαθαίνω να ζω με αυτό μέχρι να με σκοτώσει."
"Μήπως να έκανες κάτι γι' αυτό;"
"Μα γιατί δε το σκέφτηκα νωρίτερα;"
"Δε χρειάζεται να έχεις τέτοιο ύφος. Στη τελική τι είσαι; Άλλος ένας μπεκρής που προσπαθεί να δικαιολογηθεί..."
"Εδώ κάνεις λάθος. Δε ψάχνω καμία δικαιολογία, απλά μ' αρέσει να πίνω."
"Ας αλλάξουμε κουβέντα καλύτερα..."
"Σύμφωνοι. Με τι ασχολείσαι Αλίκη; Τι άλλο κάνεις στη ζωή σου εκτός απο το να ανακαλύπτεις σκοτεινά μπαρ σε αυτή τη βρώμικη πόλη;"
"Σπουδάζω φωτογραφία στο ΤΕΙ Αθήνας εδώ και δύο χρόνια."
"Και γιατί δε σε έχω δει πουθενά;"
"Γιατί δε κοίταξες ποτέ σου."
"Ορίστε τα ποτά σας. Beefeater με τόνικ για σένα κλασσικά και Morgan me πάγο για τη κοπελιά."
"Ευχαριστούμε Άννα."
Ήπιε μια γουλιά απο το ποτό της. Ήπια σχεδόν το μισό απο το δικό μου.
"Εγώ σε έχω δει δυο φορές."
"Πού;"
"Τη μια στο κεντρικό διάδρομο έξω απο το εστιατόριο και την άλλη στο Εν Αθήναις."
"Και γιατί δεν είπες τίποτα;"
"Δε μου κίνησες το ενδιαφέρον."
"Τώρα όμως κάτι γίνεται..."
"Μη το πάρεις και πάνω σου. Απλά δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω."
"Ούτε εγώ."
"Ωραία άμυνα..."
"Ευχαριστώ. Είμαι σχετικά καλός σε κάτι τέτοια..."

Η ώρα πέρναγε ευχάριστα. Τα ποτά ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο, μαζί και κάτι σφηνάκια κερασμένα απο την Άννα. Δε φοβόταν να πιει. Ήταν αρκετά καλή σε αυτό. Κατά τις τρεις αποφασίσαμε πως είχε περάσει η ώρα και έπρεπε ο καθένας να πάρει το δρόμο του. Βγήκαμε απο το μαγαζί αφού χαιρετίσαμε την Άννα,τον πρόεδρο και τους υπόλοιπους. Μου ζήτησε ένα τελευταίο τσιγάρο και της είπα να μου βγάλει κι εμένα. Έκανε ξανά το ίδιο κόλπο, πήρε και τα δύο στο στόμα της, τα άναψε και μου έδωσε το ένα. Γεύτηκα τα χείλη της και πήρα μιαν ανάσα. Ξαφνικά η Αθήνα δεν ήταν και τόσο άσχημη.

Κατηφορίσαμε προς το μετρό απολαμβάνοντας ένα τελευταίο τσιγάρο μαζί. Φτάσαμε στη στάση των λεωφορείων στην Ακαδημίας και σταματήσαμε.Τη κοίταξα στα μάτια λέγοντάς της το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό:
"Νομίζω πως θα σε ερωτευθώ."
Χαμογέλασε, ήρθε πιο κοντά και μου ψιθύρισε στο αυτί:
"Νομίζω σε πρόλαβα..."
Χωρίς να χάσει χρόνο με έπιασε και με φίλησε. Άπληστα και με πάθος. Με τον ίδιο τρόπο που θα σε φίλαγε ένας πάνθηρας. Γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν υπάρχει μέση λύση. Μόνο έρωτας. Μόνο πάθος. Μόνο οι δυο μας.
Το φιλί τελείωσε και γύρισα στη πραγματικότητα. Μου έριξε ένα δεύτερο βλέμμα.
"Ξέρω ένα πολύ καλό μέρος για να ένα τελευταίο ποτό."
"Δε θα έλεγα όχι σε μια τέτοια προσφορά."
"Ωραία."

Πήραμε ένα ταξί και σχεδόν μισή ώρα αργότερα βρεθήκαμε στη Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα.
"Που πάμε τώρα;", ρώτησα όταν έφυγε το ταξί.
"Δαναών 2.", και πλησίασε προς το μέρος μου.
"Τι είναι εκεί;"
Με έπιασε και με φίλησε ξανά.
"Το σπίτι μου..."