Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Έμπειρο Άπειρο (μέρος 3ο)




"Ξύπνα Μιχάλη.Φτάσαμε!"
"Καλά ηρέμησε. Δε θα πάει πουθενά το νησί."
"Μάζεψέ ότι έχεις να είμαστε έτοιμοι."
"Έχεις δει το κόσμο; Χαμός θα γίνει με το που αράξει το καράβι."
"Γρήγορα ρε μη μας φύγει."
"Δε θα πάει πουθενά. Η Ευαγγελία μου είπε οτι θα κάτσει για καμιά βδομάδα εδώ."
"Καλά...."

Κατεβήκαμε στο λιμάνι μετά απο αρκετό σπρώξιμο και φασαρία. Λίγο μεθυσμένοι και σχετικά έτοιμοι για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
"Τώρα;"
"Κάπου θα υπάρχει ένα βανάκι απο το κάμπινγκ."
Δεν ήταν να το πει και ξαφνικά το είδαμε μπροστά μας. Volkswagen απο τα παλιά, κίτρινο στο χρώμα και με το όνομα του κάμπινγκ στη πόρτα. Μπήκαμε μαζί με μια παρέα απο τέσσερα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε προς το Μηλοπότα οπου βρισκόταν το "μοβ γουρούνι" ή "purple pig" όπως το έλεγαν. Στήσαμε τη σκηνή, μαζέψαμε οτι ήταν για μάζεμα και κάτσαμε στη καντίνα.
"Τώρα τι κάνουμε;", με ρώτησε ο Μιχάλης.
"Περιμένουμε λεωφορείο για τη Χώρα. Αλλά πρώτα να πιούμε κάτι."
"Μου χρωστάς κάτι μπύρες οπότε ξεκίνα."
Πήγα στη μπάρα κι εκεί βρήκα το Νίκο.
"Ξεκίνα να φέρνεις μπύρες και όποτε δεις οτι τελειώνει το μπουκάλι να έχεις έτοιμο το επόμενο."
"Πες το κι έγινε."
"Σ'ωραίος..."

Ο ήλιος έπεφτε και οι μπύρες ακολουθούσαν η μια την άλλη. Στο διπλανό τραπέζι η παρέα με τα κορίτσια συζητούσε δυνατά αφού είχαν πιει τις μπύρες τους και είχαν αφήσει τα βιβλία που διάβαζαν. Το μάτι μου πήρε φευγαλέα το τίτλο απο το πιο κοντινό, 'Πως δενότανε τ΄ ατσάλι'. Σηκώθηκα και πήγα πάλι στο Νίκο.
"Ρε δικέ μου, ψάχνω μια κοπέλα."
"Όπως όλοι μας."
"Άσε τα φιλοσοφικά τώρα κι άκουσε με...", περιγράφοντάς του την Αλίκη.
"Δε βοηθάς και πολύ με τη περιγραφή, μιας και τα μισά εξάρχεια που έχουν κατέβει στο νησί αυτή τη περίοδο της μοιάζουν."
-Απο τα ηχεία έπαιζε το lovecats των Cure-
"Αλλά αν ρίξεις μια ματιά στο orange ή στον πήγασο ίσως γίνει κάτι."
"Μ΄αρέσεις  γιατί μου βρίσκεις λύσεις."
"Οτι θες φιλαράκι. Εδώ είμαστε."
Γύρισα στο Μιχάλη.
"Σήκω φύγαμε."
"Βρήκαμε άκρη;"
"Συνεχίζουμε στη χώρα. Ξέρω ένα καλό ρακάδικο."
"Μη πεις τίποτα άλλο. Πάμε."

Βρεθήκαμε στη πλατεία της Χώρας, με ρακές, κρητική μουσική και όντως τα μισά εξάρχεια στο κέντρο της Ίου. Μια κατάσταση που όμοια της δεν είχα ξαναβρεί και ούτε θα ξαναβρώ ποτέ. Φαινόταν απο μακριά οτι θα γινόταν ένα μεγάλο γλέντι, αλλά δεν είχα έρθει για διασκέδαση. Έπρεπε να τη βρώ. Κάπου εδώ κοντά θα είναι.
"Ώρα για το orange."
"Θα έχει ανοίξει;"
"Ο Νίκος μου είπε πως μαζεύει κόσμο κατά τη μία πριν να ξεκινήσουν το βράδυ τους, οπότε όλοι σχεδόν περνάνε απο εκεί κάποια στιγμή."
"Δε θα πω όχι σε περισσότερο αλκοόλ."
"Το ξέρω..."

"Ένα cobain's brains κι ένα amy's liver."
"Σφηνάκια ρε μαλάκα;"
"Τέτοιο είναι το μαγαζί."
"Πάρε τότε μερικά να δοκιμάσουμε."
"Φέρε τίποτα γιατί με τις μπύρες που ήπιες πλήρωσα το εισιτήριο τουλάχιστον τριπλό."
"Σιγά μωρέ μαλάκα...", είπε και συνέχισε.
"Ρε είσαι σίγουρος πως αξίζει όλο αυτό το κυνήγι και τη ταλαιπωρία η Αλίκη;"
"Είμαι σίγουρος.", είπα γεμάτος αυτοπεποίθηση μικρού παιδιού.
"Δε ξέρω αν το θυμάσαι αλλά στο έχω ξαναπεί. Πρόσεχε."
"Ναι ρε Μιχάλη. Προσέχω. Διάλεξε τώρα τι θα πάρουμε επιπλέον."
"Rainbow in the dark, Ziggy Stardust, highway to hell, comfortambly numb και αυτό εκεί με το αψέντι."
"Το έχεις βάλει σκοπό να γίνουμε σκατά πριν τη βρούμε;"
"Αν τη βρούμε με τόσο κόσμο."
Ήπια ένα σφηνάκι, " θα τη βρούμε."
"Η σιγουριά θα σε φάει."
"Πάντως περίεργο."
"Ποιο πράγμα;"
"Δε περίμενα ποτέ να διαλέξει την Ίο."
"Και τι ήθελες; Κουφονήσια;"
"Νομίζω δεν είναι απογοητευμένη γκόμενα αριστεριστή."
"Γιατί μόνο τέτοιες πάνε στα Κουφονήσια;"
"Έτσι λέει ο μύθος."
"Αριστεριστής μια φορά δεν είσαι. Απλά λίγο ελιτιστής σε κάποια πράγματα."
"Πίνε και σκάσε. Πάω να κάνω μια βόλτα μπας και τη δω."
Αλλά πουθενά. Μόνο τα κορίτσια απο το κάμπινγκ αναγνώρισα. Πουθενά η Αλίκη.
Άφησα το Μιχάλη στο orange και πήγα στον πήγασο που ήταν δίπλα. Ταράτσα, metal μουσική και καραοκε. Γύρισα το μαγαζί αρκετές φορές χωρίς να είναι και κανένα μεγάλο αλλά πάλι τίποτα. Το αποτέλεσμα ήταν να γυρίσω στο orange μετά απο ένα ουίσκι μόνο και μόνο για δικαιολογήσω τη παρουσία μου στον πήγασο.
Βρήκα το Μιχάλη στη παρέα με τα κορίτσια απο το κάμπινγκ και σχετικά μεθυσμένο. Πλησίασα.
"Να τος! Τώρα τη κουβέντα σου είχαμε. Λοιπόν αρχικά να γνωριστείτε."
-Δεν έχω χρόνο για τέτοια Μιχάλη. Για άλλο λόγο ήρθαμε.-
Αλλά τελικά έκατσα με τη παρέα τους και τις γνώρισα.Δύο Μαρίες, μια Χριστίνα και μια Αλεξάνδρα. Το βιβλίο το διάβαζε μια απο τις δύο Μαρίες, εκείνη με τα ίσια μαύρα μαλλιά (η άλλη είχε κόκκινα σγουρά).
Ξαφνικά ένα μήνυμα στο κινητό. Το διάβασα και πήγα στη μπάρα.
"Βάλε μου κάτι να με κάνει σκατά."
"Το 'χω.", μου είπε ο τύπος πίσω απο τη μπάρα με το ένα αυτί και άρχισε να αναμιγνύει διάφορα υγρά στο shaker. Τα χτύπησε αρκετά και αφού τα πέρασε στο ποτήρι πρόσθεσε απο ένα μικρο μπουκαλάκι με σταγονόμετρο, τρεις σταγόνες ενός μαύρου υγρού.
"Έτοιμος!", μου είπε γεμάτος καμάρι.
Πήρα το ποτήρι και το ήπια μονορούφι.
"Άλλο ένα."
Και μετά απο αυτό ήπια άλλα δύο...

Ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ενώ ήμουν πιασμένος απο τη μια μεριά απο το Μιχάλη και απο την άλλη απο τη Μαρία (με τα μαύρα μαλλιά). Ήμασταν στο γλέντι στη πλατεία και χορεύαμε κρητικούς ρυθμούς ενώ τα παιδιά παίζανε μουσική οπου η ρακή κι ο μαρουβάς έρεαν με αφθονία σε σφηνάκια και κούπες αντίστοιχα. Όλοι μαζί μια μάζα τραγουδάγαμε και πίναμε χωρίς να ξεχωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Χωρίς διαφορές, χωρίς σκοτούρες, δίχως να υπάρχει αύριο. Τουλάχιστον για τους άλλους. Η Μαρία να γελάει απο δίπλα και να μου λέει με τα μάτια της οτι με θέλει. Ο Μιχάλης απο την άλλη απλά να κατεβάζει ποσότητες αλκοόλ τις οποίες θα μετανιώσει το επόμενο πρωί. Κι εγώ ξαφνικά να παγώνω στην ανάμνηση του μηνύματος...
"Μιχάλη πρέπει να σου πω."
"Μου το έχεις πει τουλάχιστον πέντε φορές μέχρι τώρα."
"Δε θυμάμαι ούτε μία."
"Δε πειράζει. Θυμάμαι εγώ."
"Ρε Μιχάλη..."
"Τι;"
"Και τώρα πως γυρνάμε πίσω μόνοι μας;"